Αρχείο: Ολυμπιακοί Αγώνες 1968 στο Μεξικό. Το έπος και η τιμωρία του λευκού αθλητή σ’ εκείνη την φωτογραφία του “Βlack Power salute”

Ο λευκός άνδρας σ’ εκείνη την φωτογραφία του “Βlack Power salute”



Oι φωτογραφίες κάποιες φορές εξαπατούν. Πάρτε αυτή την εικόνα, για παράδειγμα. Αναπαριστά τη χειρονομία ανταρσίας του Tommie Smith και του John Carlos την ημέρα κέρισαν τα μετάλλια των 200 μέτρων ταχύτητας το καλοκαίρι του 1968 στην Ολυμπιάδα του Μεξικού, και σίγουρα με κορόϊδευε για καιρό.

Έβλεπα πάντοτε τη φωτογραφία ως μία ισχυρή εικόνα των δύο μαύρων ανυπόδητων ανδρών, με το σκυφτό κεφάλι και τις γροθιές με τα μαύρα γάντια προς τον ουρανό, την ώρα που ακούστηκε ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ. Ήταν μια δυνατή συμβολική χειρονομία, με την οποία παίρνανε θέση υπέρ των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών σε ένα έτος τραγωδιών που περιλάμβανε το θάνατο του Martin Luther King και του Bob Kennedy (σσ. και οι δύο δολοφονήθηκαν).

Είναι η ιστορική φωτογραφία των δυο έγχρωμων ανδρών. Γι’ αυτό το λόγο ποτέ δεν έδωσα προσοχή σε εκείνο τον άλλο άνδρα, τον λευκό, σαν κι εμένα, που στεκόταν ακίνητος στο δεύτερο σκαλοπάτι του βάθρου. Τον θεώρησα μια τυχαία παρουσία, έναν κομπάρσο, σχεδόν παρείσακτο στη στιγμή του Carlos και τοy Smith. Πραγματικά, μέχρι που πίστεψα πως εκείνος ο τύπος –που έπρεπε να είναι ένας αντιπαθητικός Εγγλέζος– αντιπροσώπευε, στην παγωμένη ακινησία του, την πρόθεση αντίστασης στην αλλαγή που ο Smith και ο Carlos επικαλούνταν με την σιωπηλή τους διαμαρτυρία. Κι όμως είχα άδικο.

Χάρη σε ένα παλιό άρθρο του Gianni Mura (σσ. Ιταλός δημοσιογράφος), σήμερα ανακάλυψα την αλήθεια: ο λευκός άνδρας στην φωτογραφία είναι, ίσως, ο πιο μεγάλος ήρωας που αναδύθηκε εκείνη τη νύχτα του 1968. Το όνομά του ήταν Peter Norman, ήταν Αυστραλός και έφτασε στον τελικό των 200 μέτρων αφού έτρεξε ένα φανταστικό 20.22 στα ημιτελικά. Μόνο οι δυο Αμερικανοί Tommie “The Jet” Smith και John Carlos είχαν τρέξει καλύτερα: 20.14 ο πρώτος και 20.12 ο δεύτερος, αντίστοιχα.

Φαινόταν ότι η νίκη θα παιζόταν ανάμεσα στους Αμερικανούς. Ο Norman ήταν ένας άγνωστος σπρίντερ, ο οποίος είχε απλά μερικές καλές εμφανίσεις. Ο John Carlos, μετά από χρόνια, είπε πως ρωτήθηκε από κάποιους τί απέγινε εκείνος ο μικρόσωμος λευκός τύπος, ένας άνδρας 1.68μ που έτρεχε γρήγορα όπως αυτός και ο Smith οι οποίοι ξεπερνούσαν το 1.90μ ο καθένας.

Έφτασε ο τελικός, και ο outsider Peter Norman έκανε τον αγώνα της ζωής του, βελτιώνοντας το προσωπκό του χρόνο ξανά. Έκλεισε στα 20.06, η καλύτερη απόδοσή που είχε ποτέ και ρεκόρ Αυστραλίας, ακόμη και σήμερα αξεπέραστο, 47 χρόνια αργότερα.

Mα εκείνο το ρεκόρ δεν ήταν αρκετό, διότι ο Tommie Smith ήταν αληθινό “Τζετ” και απάντησε με παγκόσμιο ρεκόρ και πήρε το χρυσό μετάλλιο, ο δε έταιρος Αμερικανός τερμάτισε τρίτος. Ήταν μια εξαιρετική κούρσα.

Κι όμως, η κούρσα δεν θα ήταν τόσο αξιομνημόνευτη όσο αυτά που ακολούθησαν στην τελετή απονομής των μεταλλίων. Δεν πέρασε πολύ ώρα για να καταλάβουν όλοι ότι κάτι μεγάλο, ασύληπτο, θα συνέβαινε στο βάθρο.

Ο Smith και ο Carlos είχαν αποφασίσει να δείξουν σε ολόκληρο τον κόσμο τη μάχη τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και το νέο είχε διαδοθεί ανάμεσα στους αθλητές.

Ο Norman ήταν ένας λευκός Αυστραλός, από μια χώρα με νόμους Apartheid, σχεδόν όσο αυστηροί ήταν αυτοί της Νότιας Αφρικής. Υπήρχε ένταση και διαμαρτυρίες στους δρόμους της Αυστραλίας εξ αιτίας των σκληρών περιορισμών στη μετανάστευση μη λευκών και διακρίσεων προς τους Αβορίγινες (σσ. φυλή ιθαγενών), ανάμεσα στους νόμους ήταν και η υποχρεωτικές και με τη βία υιοθεσίες παιδιών των ιθαγενών από οικογένειες λευκών.

Οι δυο Αμερικανοί είχαν ρωτήσει τον Norman εάν πίστευε στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Norman απάντησε πως ναι, πιστεύει. Τον ρώτησαν εάν πίστευε στον Θεό, κι αυτός, που ήταν μέλος του Salvation Army (σσ. χριστιανική εκκλησία – μεθοδιστές προτεστάντες), απάντησε ότι πίστευε πολύ στο Θεό.

«Ξέραμε πως αυτό που θα κάναμε ήταν πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε αθλητική επίδοση, κι αυτός είπε “θα σταθώ μαζί σας”, θυμάται ο John Carlos. Περίμενα να δω φόβο στα μάτια του Norman, αλλά αντίθετα είδαμε αγάπη».



Οι Smith και Carlos είχαν αποφασίσει να βγουν στο στάδιο με μια κονκάρδα του Ολυμπιακού Κινήματος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο ήταν ένα κίνημα αθλητών που στήριζαν τον αγώνα για ίσα δικαιώματα. Η κονκάρδα είχε ένα πράσινο στέμμα.

Θα έπαιρναν τα μετάλλιά τους ξυπόλητοι, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τη φτώχεια των έγχρωμων ανθρώπων. Θα φορούσαν επίσης τα περίφημα μαύρα δερμάτινα γάντια, σύμβολο των αγώνων των Μαύρων Πανθήρων (Black Panthers). Όμως πριν πάνε προς το βάθρο αντιλήφθηκαν πως έχουν μόνο ένα ζευγάρι μαύρα γάντια. «Φορέστε ο καθένας από ένα», πρότεινε ο Norman. Οι δύο μαύροι αθλητές ακολούθησαν την συμβουλή του.

Mα στην συνέχεια ο Norman έκανε κάτι ακόμα. «Πιστεύω σε αυτό που πιστεύετε. Έχετε ένα από εκείνα και για εμένα;», ρώτησε δείχνοντας την κονκάρδα στο στήθος των άλλων δυο. «Έτσι μπορώ να δείξω την αλληλεγγύη μου στον αγώνα σας». Ο Smith παραδέχτηκε πως είχε μείνει έκπληκτος και αναρωτιόταν: «Ποιος είναι αυτός ο λευκός Αυστραλός; Κέρδισε το ασημένιο του μετάλλιο, δε θα μπορούσε να το πάρει και να του είναι αρκετό!;».

Ο Smith του απάντησε πως δεν είχε άλλη κονκάρδα, εκτός των άλλων δεν θα αποχωρίζονταν τη δική του. Τύχαινε, όμως, μαζί τους να ήταν και ένας λευκός Αμερικάνος κωπηλάτης, ο Paul Hoffman, ακτιβιστής του Ολυμπιακού Κινήματος. Αφού τα είχε ακούσει όλα σκέφτηκε: «Εάν ένας άσπρος αυστραλός ήθελε ένα από εκείνα τα στέμματα, προς Θεού, έπρεπε να το έχει!». Ο Hoffman δεν δίστασε κι όπως εξομολογήθηκε αργότερα: «Του έδωσα το μοναδικό που είχα: το δικό μου».

Οι τρεις βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο και ανέβηκαν στο βάθρο: τα υπόλοιπα είναι ιστορία, που διατηρείται από τη δύναμη εκείνης της φωτογραφίας. «Δε μπορούσα να δω τι γίνονταν», διηγήθηκε ο Norman (σσ. ήταν πίσω του οι μαύροι συναθλητές του), «[μα] ήξερα ότι είχαν εφαρμόσει τα σχέδιά τους όταν με μια φωνή το πλήθος θεατών τραγούδησε τον αμερικανικό εθνικό ύμνο, αλλά μετά χαμήλωσε την ένταση και σταμάτησε. Το στάδιο έμεινε σιωπηλό».




Ο αρχηγός της αμερικάνικης αποστολής υποσχέθηκε πως οι αθλητές του θα πλήρωναν για όλη τους την ζωή εκείνη την χειρονομία, η οποία -όπως είπε- δεν είχε καμία σχέση με το άθλημα. Αμέσως οι Smith και Carlos αποκλείστηκαν από την αμερικανική ομάδα και εκδιώχθηκαν από το Ολυμπιακό Χωριό, ενώ ο κωπηλάτης Hoffman κατηγορήθηκε κι αυτός για συνωμοσία.

Με την επιστροφή στην πατρίδα οι δυο γρηγορότεροι δρομείς της χώρας είχαν βαριές επιπτώσεις και απειλές κατά της ζωής τους.




Όμως ο χρόνος, στο τέλος, τους δικαίωσε και έγιναν πρωταθλητές στη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αφού αποκαταστάθηκε η εικόνα τους, συνεργάστηκαν με την Αμερκανική Ομάδα Στίβου ομάδα στίβου και προς τιμή τους δημιουργήθηκε ένα άγαλμα στο Πανεπιστήμιο του San José. Ο Peter Norman είναι απών από αυτό το άγαλμα. Η άδεια θέση στο βάθρο μοιάζει με τον επιτάφιο ενός ήρωα που πέρασε απαρατήρητος. Έναν ξεχασμένο αθλητή, διεγραμμένο από την ιστορία, ακόμα και στην χώρα του την Αυστραλία.

Τέσσερα χρόνια μετά το Μεξικό 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, ο Norman δεν ήταν στην ομάδα των Αυστραλών δρομέων ταχύτητας, παρότι είχε τρέξει τουλάχιστον 13 φορές κάτω από το χρόνο πρόκρισης των 200 μέτρων και 5 φορές κάτω από τον χρόνο των 100 μέτρων.

Ο Norman, απογοητευμένος από αυτό που έγινε, παράτησε τον αθλητισμό υψηλού επιπέδου συνεχίζοντας να τρέχει σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

Πίσω στην πατρίδα του, την λευκή Australia που αντιστεκόταν στην αλλαγή, του συμπεριφέρθηκαν σαν έναν παρία, απόβλητο, η οικογένεια του απαξιωμένη, και ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει εργασία. Για κάποιο διάστημα έκανε τον γυμναστή, συνεχίζονας ταυτόχρονα να αγωνίζεται σαν συνδικαλιστής, ενώ εργάστηκε κατά καιρούς και σε ένα κρεοπωλείο. Ένας τραυματισμός του προκάλεσε μια σοβαρή γάγγραινα και αυτό τον οδήγησε στην κατάθλιψη και τον αλκοολισμό.

Όπως είπε ο John Carlos «Εάν εμάς μας έδερναν (σσ. στην Αμερική, και υποννοούσε ότι ήταν δύο), ο Peter αντιμετώπισε μιαν ολόκληρη χώρα και υπέφερε μόνος του». Για χρόνια ο Norman είχε μια μοναδική δυνατότητα να σώσει τον εαυτό του: προσκλήθηκε να καταδικάσει τη χειρονομία των συναδέλφων του Tommie Smith και John Carlos, με αντάλλαγμα μια συγχώρεση από το σύστημα που τον είχε εξοστρακίσει. Μια συγνώμη που θα του είχε επιτρέψει να βρει μια σταθερή δουλειά διαμέσου της Ολυμπιακής Επιτροπής και να είναι μέρος της οργάνωσης των Ολυμπιακών του Sidney 2000. Ο Norman ποτέ δεν ενέδωσε και δεν καταδίκασε ποτέ την επιλογή των δυο Αμερικανών.

Ήταν ο μεγαλύτερος Αυστραλός δρομέας ταχύτητας στην ιστορία και ο κάτοχος του ρεκόρ των 200 μέτρων, κι όμως δεν ήταν καν στους προσκεκλημένους των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϋ. Ήταν η Αμερικάνικη Ολυμπιακή Επιτροπή που μόλις μάθανε τα νέα (σσ. της περιθωριοποίησης του Norman) του ζήτησε να ενσωματωθεί με την δική τους ομάδα και τον προσκάλεσαν στη γιορτή γεννεθλίων του πρωταθλητή Michael Johnson για τον οποίο ο Peter Norman ήταν πρότυπο και ήρωας.

Ο Norman πέθανε ξαφνικά λόγω καρδιακής προσβολής το 2006, δίχως η χώρα του να έχει απολογηθεί για την μεταχείρισή του ή να τον έχει ποτέ αποκαταστήσει. Στην κηδεία ο Tommie Smith και ο John Carlos, φίλοι του Norman από εκείνη τη στιγμή του 1968, μετέφεραν το φέρετρό του στις πλάτες τους, αποχαιρετώντας τον σαν ήρωα.

 

«Ο Peter υπήρξε ένας μοναχικός στρατιώτης. Επέλεξε εν γνώσει του να είναι αμνός προς θυσία στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν υπάρχει κανείς άλλος να αξίζει περισσότερο από αυτόν να τιμηθεί από την Αυστραλία, να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει», είπε ο John Carlos.

«Πλήρωσε το τίμημα της επιλογής του. Δεν υπήρξε απλά μια χειρονομία για να βοηθήσει εμάς τους δυο, ήταν η ΔΙΚΗ ΤΟΥ μάχη. Ήταν ένα λευκός άνδρας, ένας λευκός Αυστραλός άνδρας μεταξύ δυο έγχρωμων ανθρώπων, που όλοι στάθηκαν όρθιοι την στιγμή της νίκης, όλοι στο όνομα της ίδιας υπόθεσης», εξήγησε ο Tommie Smith.

Το 2012 το Κοινοβούλιο της Αυστραλίας ενέκρινε καθυστερημένα μια ανακοίνωση για να ζητήσει συγνώμη από τον Peter Norman και να τον αποκαταστήσει στην ιστορία με αυτή τη δήλωση:

«Aυτό το Κοινοβούλιο αναγνωρίζει τα εξαιρετικά αθλητικά επιτεύγματα του Peter Norman που κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στα 200 μέτρα στους Ολυμπιακούς του Μεξικού του 1968, με χρόνο 20.06, το οποίο είναι ακόμα και σήμερα ρεκόρ Αυστραλίας.

Αναγνωρίζει το θάρρος του Peter Norman στο να φορέσει το σύμβολο του Ολυμπιακού Κινήματος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο βάθρο, σε αλληλεγγύη με τους Tommie Smith και John Carlos, που έκαναν τον χαιρετισμό της “Mαύρης Δύναμης (σσ. Black Power salute).

Ζητά καθυστερημένα συγνώμη από τον Peter Norman για το λάθος που διέπραξε μη αποστέλλοντάς τον στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972, παρότι επανειλημμένα προκρίθηκε, και αναγνωρίζει τον πολύ ισχυρό ρόλο που ο Peter Norman διαδραμάτισε στην προαγωγή της φυλετικής ισότητας».

Παρόλα αυτά, τα λόγια που θυμίζουν καλύτερα τον Peter Norman είναι τα δικά του λόγια με τα οποία ο ίδιος εξηγεί τους λόγους εκείνης της χειρονομίας του, στο ντοκιμαντέρ “Salute”, που γύρισε ο ανηψιός του Matt.

«Δεν έβλεπα γιατί ένας μαύρος άνθρωπος δεν μπορούσε να πιει το ίδιο νερό από μια βρύση, να πάρει το ίδιο λεωφορείο ή να πάει στο ίδιο σχολείο με έναν λευκό άνθρωπο. Ήταν μια κοινωνική αδικία για την οποία δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από τη θέση μου, όμως σίγουρα τη σιχαινόμουν. Ειπώθηκε πως το να μοιραστώ το ασημένιο μου μετάλλιο με όλο εκείνο που συνέβη εκείνο το βράδυ στην απονομή επισκίασε την παράστασή μου.

Αντίθετα.

Πρέπει να το ομολογήσω: ήμουν περήφανος που ήμουν μέρος όλου αυτού».




Οι τρεις φίλοι, συναθλητές, συναγωνιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Πηγές: Αυθεντικό κείμενο του Ιταλού συγγραφέα Riccardo Gazzaniga από το blog του http://riccardogazzaniga.com/

Μετάφραση της Γαλαρίας από την αγγλική μετάφραση εδώ.

Ντοκιμαντέρ “Salute” (Matt Norman, κυκλοφόρησε το 2008)