Καθυστερημένη Διαφοροδιάγνωση/Διάγνωση Δυσλεξίας - Διαγνωστικό Περιεχόμενο Γνωμάτευσης (Κορωνάκης Αριστόβουλος, 2015 - αποσπάσματα ερευνητικής εργασίας)
Καθυστερημένη Διαφοροδιάγνωση/Διάγνωση Δυσλεξίας - Διαγνωστικό Περιεχόμενο Γνωμάτευσης
Ζητήματα προς πραγμάτευση:
Οι ενασχολούμενοι με τη διαφοροδιάγνωση/διάγνωση της δυσλεξίας σε συνάρτηση με το χρόνο πραγματοποίησής της αλλά και το διαγνωστικό περιεχόμενό της έχουν ισχυριστεί ότι: Σε μια τέτοια διαδικασία ελλοχεύουν δυο ενδεχόμενοι βασικοί κίνδυνοι: α) Η διάγνωσή της να λάβει χώρα πολύ καθυστερημένα και β) η διάγνωσή της να επισυμβεί στον απαιτούμενο χρόνο αλλά να μην αποτυπώνει την ακριβή κλινική εικόνα του παιδιού με παρόμοια δυσκολία.
Πρόλογος
Η δομή και το περιεχόμενο της μελέτης απαρτίζεται αρχικά από μια σύντομη αναφορά στην έννοια και στη διαδικασία της διαφοροδιάγνωσης/διάγνωσης. Ακολουθεί η ενότητα «Πλεονεκτήματα πρώιμης αναγνώρισης δυσλεξίας – Καθυστερημένη διάγνωση» στην οποία περιγράφεται η σημασία της πρώιμης αναγνώρισης της δυσλεξίας, καθώς και οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις τής μη έγκαιρης διάγνωσης. Στην ενότητα «Διαγνωστικό περιεχόμενο» περιγράφονται οι πληροφορίες που αντλούμε από το φύλλο έντυπο διάγνωσης, καθώς και η σημασία της αποτύπωσης της κλινικής εικόνας του παιδιού με σαφήνεια και ακρίβεια. Στην ενότητα «Συζήτηση» επιχειρείται μια συμπερασματική σύνοψη όσων προαναφέρθηκαν.
Διαφοροδιάγνωση – Διάγνωση Δυσλεξίας
Οι πρώιμες υποψίες των εκπαιδευτικών ή των γονιών για ενδεχόμενες ειδικές δυσκολίες του παιδιού στο γραπτό λόγο, με την εισδοχή του παιδιού στο σχολείο, επανεξετάζονται αρχικά από τον εκπαιδευτικό και στη συνέχεια συστηματικά από τους ειδικούς της διαγνωστικής/πολυθεματικής ομάδας στα πλαίσια μιας διεπιστημονικής προσέγγισης. Η διαφοροδιάγνωση/διάγνωση είναι προγραμματισμένη, συστηματική και δυναμική διαδικασία που υπερβαίνει την απλή περιγραφή της γλωσσικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του μαθητή με δυσλεξία. Πρώτιστα απαντά στο ερώτημα αν πράγματι υφίσταται η διαταραχή στο υπό εξέταση παιδί. Η βάση της διάγνωσης της δυσλεξίας στηρίζεται στη σύγκριση της νοητικής ικανότητας του παιδιού με το επίπεδο των μαθησιακών δεξιοτήτων του (Πολυχρόνη, Χατζηχρήστου, κ.ά, 2006). Η φύση του γλωσσικού προβλήματος, συνήθως προσδιορίζεται με τη μέθοδο του αποκλεισμού. Αφού αποκλειστούν οι παθολογικές καταστάσεις (νοητική υστέρηση, αισθητηριακές βλάβες, συναισθηματικές διαταραχές, άλλα σοβαρότερα ψυχιατρικά προβλήματα, περιβαλλοντική αποστέρηση, κ.ά.), η διαγνωστική ομάδα εκτιμά τις μαθησιακές δεξιότητες του παιδιού, δηλαδή προχωρά σε προσεχτική ανάλυση αναγνωστικών και ορθογραφικών λαθών, κ.ά. (Μόττη-Στεφανίδη, 1999). Δεδομένου ότι υπάρχει υψηλή συννοσηρότητα της δυσλεξίας με άλλες διαταραχές, όπως ΔΕΠ-Υ (Κακούρος & Μανιαδάκη, 2000), ακολουθεί η αξιολόγηση των γνωστικών του διεργασιών που συσχετίζονται με τη δυσλεξία, όπως βραχύχρονη μνήμη, σειροθετική επεξεργασία πληροφοριών, κ.ά.. Μια ολοκληρωμένη ψυχολογική αξιολόγηση περιλαμβάνει την αξιολόγηση της προσαρμοστικής και ψυχολογικής υγείας του παιδιού και της αυτοεκτίμησής του (Πολυχρόνη, Χατζηχρήστου, κ.ά, 2006). Μια έγκυρη διαδικασία διαφοροδιάγνωσης/διάγνωσης προβλέπει κλινική συνέντευξη με το παιδί, με τους γονείς και με τον εκπαιδευτικό.
Πλεονεκτήματα πρώιμης αναγνώρισης δυσλεξίας - Καθυστερημένη διάγνωση
Ο έγκαιρος εντοπισμός και η πρώιμη αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών απασχολεί του ερευνητές που μελετούν τις μαθησιακές δυσκολίες και ειδικότερα τη δυσλεξία (Slavin, 2007). Υποστηρίζεται ότι στην προσχολική περίοδο δεν είναι εύκολο εγχείρημα να επιχειρηθεί με σαφήνεια, ακρίβεια και βεβαιότητα η αναγνώριση της δυσλεξίας εφόσον απουσιάζει η συστηματική ενασχόληση του παιδιού με τον γραπτό λόγο. Εντούτοις, μπορούν να αναζητηθούν προοιμιακά σήματα κινδύνου, προειδοποιητικά συμπτώματα, πρόδρομες εκδηλώσεις συμπεριφορών που συνδέονται με την αναπτυξιακή πορεία του ατόμου, οι οποίες προκαλούν υποψίες ενδεχόμενης ατέλειας ή δυσκολίας της γλωσσικής ανάπτυξης και παραπέμπουν στην ανάγκη αυξημένης επαγρύπνησης. Σταθερές και επίμονες ενδείξεις όπως η ατελής πλευρίωση, η μη τήρηση της σειράς των ακολουθιών ή σειράς οδηγιών, το έλλειμμα των κινητικών δεξιοτήτων, η επιβραδυνόμενη γλωσσική ανάπτυξη, σοβαρές δυσκολίες στην οπτική επεξεργασία πληροφοριών, σοβαρές δυσκολίες στην ακουστική επεξεργασία πληροφοριών, αδεξιότητα στη χρήση λεπτών κινήσεων, στο βάδισμα και σε άλλες αδρές κινήσεις, έλλειμμα ικανότητας προσανατολισμού, κ.ά. μπορούν να θεωρηθούν πρώιμοι δείκτες ευπάθειας στον συγκεκριμένο αναπτυξιακό τομέα (Στασινός, 2009; Παρασκευόπουλος, 1980).
Η πρώιμη εκτίμηση των ελλειμμάτων του παιδιού με δυσλεξία, όπως η αξιολόγηση της αναγνωστικής ικανότητας, έχει ως σημείο αναφοράς την αναμενόμενη/ομαλή γλωσσική ανάπτυξη των συνομηλίκων, δηλαδή παιδιών ίδιας χρονολογικής ηλικίας ή ικανότητας (Hornsby, 1993). Η ένταξη του παιδιού στην ομάδα υψηλού κινδύνου αυξάνει τις πιθανότητες έγκαιρης αναγνώρισης των δυσκολιών και ενισχύει τις προοπτικές αποτελεσματικής παρέμβασης στα πρώτα σχολικά χρόνια. Έτσι προλαμβάνονται και αποτρέπονται ενδεχόμενα αισθήματα ματαίωσης που προκαλούνται εξαιτίας της συνεχιζόμενης γλωσσικής αποτυχίας (Στασινός, 2013). Για τον Bryant (1985) η χαρτογράφηση της εικόνας του παιδιού με σαφήνεια και ακρίβεια στην ηλικία των 3 ή 4 χρόνων συντελεί στην πρόληψη της μετέπειτα εκδήλωσης του φαινομένου. Ήδη από το νηπιαγωγείο δύο χαρακτηριστικές ανεπάρκειες της φωνολογικής ενημερότητας και της άμεσης μνήμης ακολουθιών είναι δυνατό να διαγνωστούν ενωρίς και να αντιμετωπιστούν στο αρχικό τους στάδιο αυξάνοντας τις πιθανότητες το παιδί να προχωρήσει ακώλυτα και να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις μετέπειτα απαιτήσεις του σχολείου (Παρασκευόπουλος & Herbert, 2013). Στα πρώτα χρόνια φοίτησης του παιδιού στο σχολείο οι παρατηρήσεις και καταγραφές της γραπτής γλωσσικής συμπεριφοράς του από τον εκπαιδευτικό ενδέχεται να επιβεβαιώσουν ένα προσωπικό μαθησιακό στυλ (ανάγνωση, γραφή, ορθογραφημένη γραφή, μαθηματικό λογισμικό, κ.ά.) ασύμβατο με τις νοητικές δυνατότητες και ηλικία του παιδιού. Στην ηλικία των 7.5 ή 8 χρόνων πιθανά προσωπικά βιώματα συνυφασμένα με την αναγνωστική του αποτυχία επιτρέπουν την αναγνώριση της δυσλεξίας με μεγαλύτερη ακρίβεια, σαφήνεια και βεβαιότητα (Naidoo, 1970). Ο Badian (1988) αναφέρει ότι τα πλεονεκτήματα της πρώιμης ανίχνευσης αναφέρονται τόσο στην παρεμπόδιση της εκδήλωσης δευτερογενών μορφών παθολογικής συμπεριφοράς όσο και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του κύριου προβλήματος, δηλαδή της δυσλεξίας. Εφόσον η διάγνωση της δυσλεξίας γίνει στις πρώτες δύο τάξεις του δημοτικού σχολείου, είναι δυνατόν να επανέλθουν στην ομαλή σχολική τους εργασία μαθητές σε πολύ μεγάλο ποσοστό (80%).
Ο εφησυχασμός στην περίπτωση της δυσλεξίας δεν έχει θέση δεδομένου ότι στην πορεία της ανάπτυξης συντελείται η λεγόμενη «επιγένεση», που σημαίνει ότι «κάθε επόμενο οικοδομείται σε ό,τι έχει προηγηθεί» (Παρασκευόπουλος & Herbert, 2013: 521), όπως και ότι τα περισσότερα προβλήματα έχουν χαρακτήρα εξελικτικό, δηλαδή «αρχίζουν νωρίς στη ζωή των ατόμων και, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνουν, σταθεροποιούνται και παγιώνονται, οπότε και η διόρθωσή τους γίνεται δυσκολότερη» Ισχύει ότι «Όσο πιο έγκαιρα παρεμβαίνεις, τόσο το καλύτερο!» (Παρασκευόπουλος & Herbert, 2013: 521). Η καθυστερημένη ανίχνευση δε διασφαλίζει τις καλύτερες προοπτικές αντιμετώπισης του προβλήματος και αποτελεσματικής παρέμβασης του οικείου φαινομένου. Ελλοχεύει ο κίνδυνος το παιδί να αποκτήσει αρνητικές αναγνωστικές συνήθειες και να συσσωρευτούν συναισθήματα ματαίωσης και αποθάρρυνσης εξαιτίας της μακρόχρονης γλωσσικής σχολικής αποτυχίας. Τα βιώματα μιας τέτοιας κατάστασης που συνδέονται με τις χαμηλές επιδόσεις στη γλώσσα, είναι πιθανό να ευθύνονται για εμφάνιση πρόσθετων ψυχολογικών διαταραχών, όπως άγχους, συναισθηματικών διαταραχών, ακόμη και συμπεριφοράς κατάθλιψης (Στασινός, 2009). Σύμφωνα με τους Παρασκευόπουλο & Herbert (2013) αυτό που καταγράφεται στο ελληνικό σχολείο είναι ότι η διάγνωση της δυσλεξίας γίνεται αφού το παιδί φοιτήσει για δύο ή τρία χρόνια, με αρνητικά αποτέλεσμα, καθώς χάνεται πολύτιμος χρόνος, το παιδί πληγώνεται, συμπλέκονται μαθησιακά και ψυχολογικά προβλήματα και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος μειωμένου αυτοσυναισθήματος.
Διαγνωστικό περιεχόμενο
Στο έντυπο φύλλο διάγνωσης του Κέντρου Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) του μαθητή με δυσλεξία αποτυπώνεται η υφιστάμενη σχέση του με το γραπτό λόγο, το ευρύτερο μαθησιακό πλαίσιο που κινείται και δραστηριοποιείται, καθώς και το ρεπερτόριο των γνωστικών δυνατοτήτων του. Το περιεχόμενο της διάγνωσης είναι προϊόν διεπιστημονικής προσέγγισης και συνεργασίας ομάδας εξειδικευμένων επιστημόνων (σχολικός ψυχολόγος, λογοθεραπευτής, ειδικός παιδαγωγός, κοινωνικός λειτουργός, κ.ά.), (Πολυχρόνη, Χατζηχρήστου, κ.ά, 2006).
Στις ενότητες του φύλλου έντυπου διάγνωσης μπορούμε να αναζητήσουμε σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με το οικογενειακό περιβάλλον, το σχολικό περιβάλλον και τον κοινωνικό περίγυρο του παιδιού. Από την ενότητα «συνολική εκτίμηση» αντλούμε στοιχεία που αφορούν το ιστορικό ανάπτυξής του, το σχολικό ιστορικό, την ψυχομετρική αξιολόγηση, τις επιδόσεις στις λεκτικές δοκιμασίες, την εκπαιδευτική αξιολόγηση του αναδυόμενου γραμματισμού, τη φωνολογική επίγνωση, κ.ά. Στην ενότητα «προτάσεις» αναπτύσσονται στρατηγικές και πρακτικές με αποδέκτες όλους τους εμπλεκομένους (παιδί, σχολείο, οικογένεια, περίγυρος). Το παιδαγωγικό και ψυχολογικό έργο της διαγνωστικής ομάδας δεν περιορίζεται στην απλή περιγραφή των ικανοτήτων και των δυσκολιών του μαθητή. Επεκτείνεται σε προτάσεις σχεδιασμού εξατομικευμένων προγραμμάτων, επιλογής τεχνιτών βοηθημάτων/ εκπαιδευτικών υλικών, εφαρμογής περιοδικής επανεκτίμησης/ επαναξιολόγησης, παροχής υποστηρικτικών υπηρεσιών, κ.ά. (Διάγνωση ΚΕΔΔΥ________, μαθητής Π.Τ., σ.σ. ____). Το φυλλάδιο αξιολόγησης επιδίδεται αρχικά στους γονείς του παιδιού και στη συνέχεια γνωστοποιείται στον διευθυντή του σχολείου φοίτησής του.
Γίνεται αντιληπτό ότι ο χαρακτήρας της διαφοροδιάγνωσης/διάγνωσης εκτός από περιγραφικός είναι και ερμηνευτικός. Το έργο της διαγνωστικής ομάδας δεν περιορίζεται στη χαρτογράφηση του συνολικού μαθησιακού προφίλ του παιδιού (εξιχνίαση ελλειμμάτων και δυνατοτήτων διαχείρισης του γραπτού λόγου καθώς και των υπόλοιπων γνωστικών τομέων). Ο βαθμός ακρίβειας και λεπτομέρειας αυτού του περιεχομένου προσδιορίζει την πληρότητα ενημέρωσης των εμπλεκομένων, η οποία μπορεί να είναι πολύπλευρη ή αποσπασματική, ακριβής ή ανακριβής). Εκπαιδευτικοί, γονείς, και περίγυρος στο βαθμό των αρμοδιοτήτων τους αντλούν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες – εφόσον αυτές παρέχονται - που χρειάζονται για να διαμορφώσουν σαφή και ακριβή εικόνα των ελλειμμάτων και των δυνατοτήτων του παιδιού σε διάφορους γνωστικούς τομείς (γραπτός λόγος, κ.ά.). Καθίστανται ενήμεροι για τη μαθησιακή κατάσταση του παιδιού και ταυτόχρονα λαμβάνουν γνώση για τις προτεινόμενες στρατηγικές, εκπαιδευτικές πρακτικές και υποδείξεις που καλούνται να μετουσιώσουν σε σχέδια δράσης εξατομικευμένης σχολικής και συμβουλευτικής παρέμβασης.
Γίνεται κατανοητό ότι στο σύγχρονο σχολείο το περιεχομένου της διάγνωσης είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς βάση αυτού σχεδιάζεται η ειδική προγραμματισμένη παρέμβαση με στόχο την πρόσθετη ψυχολογική στήριξη και εξατομικευμένη εκπαιδευτική δράση. Στόχος πρώτιστης σημασίας είναι η φοίτηση του παιδιού σε κανονική τάξη του σχολείου της γειτονιάς του. Επιπρόσθετα, στα πλαίσια της παρέμβασης επιδιώκεται η απώθηση του ψυχολογικού στρες, η προαγωγή και ενδυνάμωση της αυτοαντίληψης, η διεξαγωγή διδασκαλίας φιλικά διακείμενης προς τη δυσλεξία, η χρήση πολυαισθητηριακών μέσων διδασκαλίας, η προσφορά υποστηρικτικών υπηρεσιών, η ενεργητική συμμετοχή, η συνεχής δημιουργία κινήτρων και ευκαιριών, η ανάπτυξη φιλικού σχολικού κλίματος, η ανάπτυξη συνευθύνης, η θετική σχολική κουλτούρα, κ.ά.
Η υλοποίηση του διαγνωστικού περιεχομένου ενδεχομένως να απαιτεί αλλαγές στη λειτουργία του σχολικού οργανισμού, οι οποίες πιθανόν να αφορούν την τροποποίηση του αναλυτικού προγράμματος και την προμήθεια κατάλληλου εποπτικού υλικού. Αλλαγές, ενδεχομένως, να απατούνται σε επίπεδο στάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών, με στόχο τη δημιουργία θετικού σχολικού κλίματος και συνεργατικής σχολικής κουλτούρας, κ.ά. Το περιεχόμενο της διάγνωσης δεν περιορίζεται στην εξέταση του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά προβλέπει και μελλοντικές ενέργειες, καθώς όταν αναφερόμαστε στην εξέλιξη του παιδιού αναφερόμαστε σε μια δυναμική διαδικασία. Συγκεκριμένα, προβλέπεται συνεχής ανατροφοδότηση και διαρκής επανέλεγχος των σχεδίων εκπαιδευτικής δράσης προκειμένου να διαπιστωθεί ο βαθμός αποκατάστασης ή επιδείνωσης των δυσκολιών της δυσλεξίας. Ενδεχομένως, να ορίζεται συγκεκριμένο χρονικό σημείο επανεξέτασης στα πλαίσια της περιοδικής επανεκτίμησης/ επαναξιολόγησης του παιδιού από τη διαγνωστική ομάδα.
Συζήτηση
Τα προειδοποιητικά σήματα και οι πρόδρομες εκδηλώσεις επιβραδυνόμενης γλωσσικής ανάπτυξης, συνήθως είναι εμφανείς, ακόμη από την προσχολική ηλικία του παιδιού. Εφόσον επισημανθούν και αντιμετωπιστούν στο πρώιμο αυτό στάδιο είναι ευκολότερο να διορθωθούν και να θεραπευτούν. Η έγκαιρη αναγνώριση και διάγνωση της δυσλεξίας δημιουργεί θετικές προϋποθέσεις αποτελεσματικής θεραπευτικής παρέμβασης (Παρασκευόπουλος & Herbert, 2013). Η καθυστερημένη διάγνωση της δυσλεξίας ακυρώνει στην πράξη τόσο τις προοπτικές πρώιμης αναγνώρισης και προληπτικής παρέμβασης στα προσχολικά χρόνια, όσο και τις ευκαιρίες έγκαιρης συστηματικής αντιμετώπισης της δυσλεξίας στα πρώτα σχολικά χρόνια, με ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα (Στασινός, 2013). Η μη έγκαιρη παρέμβαση και η μακρόχρονη σχολική αποτυχία γίνονται αιτία πρόκλησης αισθημάτων αποθάρρυνσης και ματαίωσης, ευνοούν την εκδήλωση πρόσθετων μορφών παθολογικής συμπεριφοράς δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την υπέρβαση της δυσλεξίας.
Η σχολαστική και διεξοδική κλινική εικόνα του παιδιού με δυσλεξία προϋποθέτει την σε βάθος περιγραφή, χαρτογράφηση και ερμηνεία τόσο των δυνατοτήτων όσο και των ελλειμμάτων του στη χρήση και κατανόηση του γραπτού λόγου (ανάγνωση, ορθογραφημένη γραφή, μαθηματικά). Στο βαθμό που αυτή είναι ακριβής, λεπτομερής, αξιόπιστη και έγκυρη συμβάλλει αποφασιστικά στον ορθό σχεδιασμό και στην αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών προγραμμάτων, ακόμη και στην υπέρβαση των δυσκολιών της δυσλεξίας (Στασινός, 2009).
Συμπερασματικά, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της δυσλεξίας αφενός πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά το πλεονέκτημα της έγκαιρης αναγνώρισης, της διάγνωσης και της προληπτικής παρέμβασης και αφετέρου να επιδιώκεται η ακριβή και λεπτομερή αποτύπωση της κλινικής εικόνας του παιδιού κατά τη διαδικασία της διαφοροδιάγνωσης/διάγνωσης.
Αναφορές
Για να δείτε αναλυτικά τις Αναφορές επιλέξτε "Περισσότερα" και κάντε login!
Πηγή: Κορωνάκης Αριστόβουλος, 2015 (αποσπάσματα ερευνητικής εργασίας)
Comments powered by CComment